- καλογέννητος
- -η, -οαυτός που γεννήθηκε εύκολα: Το δεύτερο παιδί μου ήταν καλογέννητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλογέννητος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε εύκολα 2. το θηλ. ως ουσ. (για γυναίκα) η καλογέννητη αυτή που γέννησε εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Σημασιολογικά αντιδιαστέλλεται με την παθ. του σημ. προς το ενεργ. σημ. καλόγεννος*] … Dictionary of Greek
καλόγεννος — η, ο (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) αυτός που γεννά εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Βλ. και καλογέννητος] … Dictionary of Greek